κουβέρ

κουβέρ
το
(λ. γαλλ.), άκλ., σερβίτσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουβέρ — το 1. τραπεζομάντηλο μαζί με όλα τα επιτραπέζια σκεύη 2. το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται σε εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. couvert < μσν. γαλλ. couvert < αρχ. γαλλ. covert, couvert, παθητ. μτχ. τού ρ. covrir,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”